στίπη

στίπη
η, Ν
βλ. στίπα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • στίπα — και στύπα και στίπη και στύπη, η, Ν βοτ. κοσμοπολίτικο γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια αγρωστώδη τής τάξης ποώδη και περιλαμβάνει 150 περίπου είδη πολυετών ή, σπάνια, μονοετών ποωδών φυτών που απαντούν στις… …   Dictionary of Greek

  • στούπα — Αρχαίο μνημείο, που συνδέεται με τη βουδιστική θρησκεία και κατάγεται από τον νεκρικό τύμβο· πράγματι, όπως κι αυτός, η σ. έχει ημισφαιρικό θόλο, που στηρίζεται σε κυλινδρικό τύμπανο. Πάνω από τον θόλο (άντα) υψωνόταν κυβικός όγκος (χαρμίκα) που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”